Επιτομή Λεξικού Κριαρά
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έξω, επίρρ.· έξου· όξω.
-
- Α´ 1) (Με ρ.) έξω:
- (Καλλίμ. 1278)·
- φρ.
- (1) υπάγω έξω = φεύγω:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 348)·
- (2) βγαίνω έξω, βλ. βγαίνω 18·
- (3) βγάνω έξω κ. = δημοσιεύω:
- (Ερωφ. Αφ. 14)·
- (4) δίδω έξω, βλ. δίδω ΙΑ´7γ (10), Β´7β.
- (1) υπάγω έξω = φεύγω:
- 2) Με ουσ.
- α) έξω από κ.:
- (Μαχ. 6825)·
- β) μακριά από κ.:
- (Αχιλλ. N 851)·
- φρ.
- (1) βγαίνω ή είμαι έξω (όξω) του νου = παραφρονώ, τρελαίνομαι:
- (Ερωφ. Δ´ 168, Ασσίζ. 43917)·
- (2) κάνω έξω (όξω) του νου = αδιαφορώ:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 969).
- (1) βγαίνω ή είμαι έξω (όξω) του νου = παραφρονώ, τρελαίνομαι:
- α) έξω από κ.:
- 3) (Με προθ. από, εκ, οκ) = έξω από:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 271)·
- εκφρ.
- (1) έξω από το δέον = υπερβολικά:
- (Διήγ. παιδ. 360)·
- (2) ως έξω = εντελώς:
- (Λίβ. Esc. 4236)·
- (3) έξω μερέα/μερία, βλ. μερέα Εκφρ. 6.
- (1) έξω από το δέον = υπερβολικά:
- 4) Με το άρθρο ως επίθ.
- α) που βρίσκεται έξω από κ., εξωτερικός:
- (Έκθ. χρον. 6913)·
- β) που βρίσκεται έξω από την πόλη:
- επήραν τα έξω σπιτία (Μαχ. 9819)·
- γ) έκφρ. η έξω φιλοσοφία = η θύραθεν φιλοσοφία:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34028).
- α) που βρίσκεται έξω από κ., εξωτερικός:
- Β´ 1) (Με ρ.) εκτός:
- θέλομεν τον δεχθεί … έξω αν τύχει και κανείς από σας … (Χριστ. διδασκ. 423)·
- έκφρ. όξω να … = εκτός να …, παρά μόνο να …:
- (Ροδολ. Β´ 230).
- 2)
- α) (Με ουσ.) εκτός από:
- (Ροδολ. Γ´ 200)·
- β) (προκ. για παρασιώπηση) ας μη μιλήσουμε για:
- όξω ο γαμπρός (Στάθ. Α´ 59).
- α) (Με ουσ.) εκτός από:
- 3) (Με πρόθ.) εκτός:
- όξω από τούτα, ήτονε καλός βασιλέας (Χρον. σουλτ. 453)·
- εκφρ.
- (1) έξω παρά = παρά μόνο:
- (Ασσίζ. 1318)·
- (2) έξω(ν) μόνον = παρά μόνο, εκτός από:
- (Ασσίζ. 14415)·
- (3) όξω απού/οπού = εκτός του ότι:
- (Διαθ. 17. αι. 129, Πηγά, Χρυσοπ. 330 (8))·
- (4) όξω απού να = εκτός αν:
- (Διαθ. 17. αι. 3271).
- (1) έξω παρά = παρά μόνο:
[αρχ. επίρρ. έξω. Ο τ. έξου το 14. αι. και σήμ. ποντ. Ο τ. όξω σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ 1) (Με ρ.) έξω:
- εξωγύρισμα το.
-
- Υπαναχώρηση (πβ. εξωτροπή):
- εξωγύρισμα, εξωτροπήν εποίκεν (Αργυρ., Βάρν. Κ 259 (έκδ. εποίησεν)).
[<επίρρ. έξω + ουσ. γύρισμα]
- Υπαναχώρηση (πβ. εξωτροπή):
- εξώδερμα το.
-
- Εξωτερικό περίβλημα:
- (Σπανός A 472).
[<επίρρ. έξω + ουσ. δέρμα]
- Εξωτερικό περίβλημα:
- έξωθεν, επίρρ.· έξωθε· όξωθεν.
-
- 1)
- α) Έξω:
- (Διγ. Z 1894)·
- β) στο έξω μέρος:
- το τείχος έξωθεν έχει … χάρην (Καλλίμ. 238)·
- γ) στη στεριά:
- προς το νησίν διαβήκε, διά να ρίξει άνθρωπον έξωθε να ρωτήσει (Αχέλ. 2244).
- α) Έξω:
- 2) Έκφρ. έξωθεν εκ της φύσης = παρά το φυσιολογικό:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 470).
- Με το άρθρο ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για πόλεμο) εξωτερικός:
- (Ψευδο-Σφρ. 40222).
- 2) Που βρίσκεται σε άλλη χώρα:
- οι έξωθεν Χριστιανοί (Σφρ., Χρον. 1368).
- 3) Που βρίσκεται στο έξω μέρος:
- χερόπτια, το έσω σίδερον, το έξωθεν χρυσάφιν (Φλώρ. 532).
- 1) (Προκ. για πόλεμο) εξωτερικός:
[αρχ. επίρρ. έξωθεν]
- 1)
- έξωθι, επίρρ.
-
- Έξω από:
- έξωθι του κάμπου (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[<επίρρ. έξω + κατάλ. ‑θι]
- Έξω από:
- εξωθιό(ν), επίρρ.· οξωθιό· οξωθιόν.
-
- 1) Παραπέρα:
- (Κυπρ. ερωτ. 1405).
- 2)
- α) (Ενίοτε με προηγ. την πρόθ. από) εκτός από:
- έδωσεν ανήρ εις εσέν το πλάγιασμά του από οξωθιό τον άντρα σου (Πεντ. Αρ. V 20)·
- β) (ενίοτε με επόμενο το επίρρ. μόνε) παρά μόνο:
- στόριαση δεν εσείς βλέπετε οξωθιό φωνή (Πεντ. Δευτ. ΙV 12· Γέν. XLVII 18).
- α) (Ενίοτε με προηγ. την πρόθ. από) εκτός από:
[<επίρρ. έξωθεν]
- 1) Παραπέρα:
- εξωθώ.
-
- 1) Απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω:
- δυναστικῴ τρόπῳ βασιλείας τούτον εξέωσεν (Ψευδο-Σφρ. 17833).
- 2) Παραμελώ:
- πάσαν την συνήθειαν την θείαν εξωσμένην (Προδρ. ΙV 276).
[αρχ. εξωθέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω:
- εξώκαρδα, επίρρ.· ’ξώκαρδα.
-
- α) (Μεταφ.) επιφανειακά:
- έχει την αγάπην εξώκαρδα (Σοφιαν., Παιδαγ. 99)·
- β) ασυναίσθητα:
- δεν τυχαίνει να προσευχομέσθεν … ’ξώκαρδα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 353ν).
[<επίρρ. έξω + ουσ. καρδιά]
- α) (Μεταφ.) επιφανειακά:
- εξώκαστρον το· ’ξώκαστρον· οξώκαστρον.
-
- 1) Προάστιο, περίχωρα:
- Παράγγειλε … να δώσουν των Λεβίμ … οξώκαστρο εις τα κάστρη τριγύροθέ τους (Πεντ. Αρ. ΧΧΧV 2).
- 2) Το εξωτερικό κάστρο:
- ιστάμενοι εν τῳ εξωκάστρῳ και εν τῃ τάφρῳ (Δούκ. 33113).
[<επίρρ. έξω + ουσ. κάστρον. Ο τ. ’ξώ‑ στο Βλάχ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και στο Βλάχ.]
- 1) Προάστιο, περίχωρα:
- εξωλογίς, επίρρ.
-
- Παράτολμα, αποφασιστικά:
- εξωλογίς εσέβησαν και ενόησέν τους η βίγλα (Χρον. Τόκκων 298).
[πιθ. <έκφρ. *έξω λόγου]
- Παράτολμα, αποφασιστικά: