Επιτομή Λεξικού Κριαρά
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαναβλέπω.
-
- Επανακτώ την όρασή μου:
- ευθύς εξανάβλεψαν τα μάτια τους (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κ´ 34).
[<πρόθ. εκ + αρχ. αναβλέπω. Τ. αξαναμπλέπω στο Meursius (‑ειν)]
- Επανακτώ την όρασή μου:
- εξανάβλεψις η· ξανάβλεψις.
-
- Επανάκτηση της όρασης:
- των τυφλών εξανάβλεψιν (Χριστ. διδασκ. 39).
[<εξαναβλέπω + κατάλ. ‑σις]
- Επανάκτηση της όρασης:
- εξαναγέννησις η,
- βλ. ξαναγέννησις.
- εξαναγκάζω· εξηναγκάζω.
-
- Αναγκάζω, εξαναγκάζω:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 363)·
- εξαναγκάστηκα και ήλθα εις το Κάστρον πάλιν (Σαχλ., Αφήγ. 267).
[αρχ. εξαναγκάζω. Η λ. και σήμ.]
- Αναγκάζω, εξαναγκάζω:
- εξαναγκαλώ,
- βλ. ξαναεγκαλώ.
- εξαναζεσταίνω,
- βλ. ξαναζεσταίνω.
- εξαναζώ,
- βλ. ξαναζώ.
- εξαναθάλλω.
-
- (Μεταφ.) ξαναγίνομαι θαλερός:
- αφού κλιθείς και μαρανθείς, πότε να εξαναθάλεις; (Γλυκά, Στ. 219).
[<πρόθ. εκ + αναθάλλω. Η λ. στο LBG]
- (Μεταφ.) ξαναγίνομαι θαλερός:
- εξαναισχυντώ.
-
- Γίνομαι ξεδιάντροπος·
- (μεταφ.) γίνομαι υπερβολικός:
- οι πόνοι εξηναισχύντησαν εις τούτας τας ημέρας (Γλυκά, Στ. 186).
- (μεταφ.) γίνομαι υπερβολικός:
[<πρόθ. εκ + αναισχυντώ]
- Γίνομαι ξεδιάντροπος·
- εξανακαινούργωσις η,
- βλ. ξανακαινούργωσις.