Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδύω· ενδύνω· εντένω· εντύνω· ’νδύω· ντύνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ντύνω:
- το κορμί του μ’ άρματα ολάργυρα το ντύνου (Ερωτόκρ. Δ´ 1955)·
- β) (μεταφ. προκ. για αξίωμα):
- (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧVΙ5)·
- γ) βιβλιοδετώ:
- οι γραμματικοί ενδύνουν τα βιβλία (Διήγ. παιδ. 516 κριτ. υπ).
- α) Ντύνω:
- 2) Επενδύω, ξοδεύω σε αγορά:
- να εντύσει και τόσα φλουριά όσον να κερδίσει φλουριά φ´ (Rechenb. 723· Γαδ. διήγ. 131).
- 1)
- II. (Μέσ.) ντύνομαι, φορώ:
- ο πατήρ να τους δίδει απέ το εδικόν του … να εντύνουνται (Ασσίζ. 3772)·
- (μεταφ.):
- εντύθησαν την αμαρτιάν κι εχάσασιν τα κάλλη (Πικατ. 487).
[αρχ. ενδύω. Ο τ. ενδύνω αρχ. Ο τ. εντύνω και σήμ. κυπρ. Ο τ. ντύνω και σήμ.]
- I. Ενεργ.