Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπάζω· εμβάζω· μπάζω.
-
- 1)
- α) Βάζω κάπ. ή κ. μέσα σ’ ένα χώρο, εισάγω:
- να μπάσουνε εις τα σακιά τα ρούχα τωνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1935)·
- (μεταφ.):
- την αγάπην μπάζει στο στήθος της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1071])·
- β) (μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω:
- μας έμπασες εις το φως της αλήθειας σου (Χριστ. διδασκ. 434)·
- γ) εγκαθιστώ κάπ. κάπου:
- και πάλιν να μας μπάσεις μέσα εις την παράδεισον (Διακρούσ., Πένθος 238)·
- δ) επιτρέπω την είσοδο σε κάπ.:
- ποίκεν τους όρκον … και τότες τον εμπάσαν (Βουστρ. 2125‑6)·
- ε) οδηγώ, συνοδεύω κάπ.:
- εμπάσαν τον τουμ Πέτρον εις την χώραν με πολλήν τιμήν (Βουστρ. 13213).
- α) Βάζω κάπ. ή κ. μέσα σ’ ένα χώρο, εισάγω:
- 2)
- α) Επιβιβάζω:
- οδήγησεν τα κάτεργά του και έμπασεν τους μαντατοφόρους (Μαχ. 18614)·
- β) (προκ. για πράγμα) βάζω επάνω, φορτώνω:
- Καράβια μόνο θέλουσι το πράμα τως να μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54513)·
- γ) (προκ. για σκάλα καραβιού) μαζεύω, τραβώ:
- (Άλ. Κύπρ. 1264).
- α) Επιβιβάζω:
- 3)
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- τσ’ εικόνες … μέσα να τες μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53918)·
- β) (προκ. για σκάλα πολιορκητική) στήνω, τοποθετώ:
- εβαστούσανε τσι σκάλες να τσι μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32224).
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- 4)
- α) Σύρω κάπ. βίαια, τραβώ:
- εις τα καράβια τσ’ έμπασεν όλους κι εδέσασί τσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3194)·
- β) εξαναγκάζω, «καταδικάζω» κάπ. σε μια κατάσταση:
- την ψυχήν την δολεράν εμπάζουν τη εις το βρώμα (Συναξ. γυν. 57).
- α) Σύρω κάπ. βίαια, τραβώ:
- 5)
- α) Δέχομαι κάπ.:
- έμπασεν τον Ρίτζον … και εκοιμήθησαν αντάμα (Βουστρ. 20612‑13)·
- β) (προκ. για γυναίκες) δέχομαι με ανήθικους σκοπούς:
- μερικές κρυφά τους μπάζουν (ενν. τους καύχους) (Συναξ. γυν. 1193)·
- γ) (μεταφ.) αποδέχομαι, ακολουθώ:
- να μην εμπάζουσι καμίαν ξένην διδασκαλίαν (Χριστ. διδασκ. 409)·
- δ) καλώ κάπ. να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση:
- εις τον χορόν να σ’ έμπασε (Πικατ. 377).
- α) Δέχομαι κάπ.:
- 6)
- α) Μεταφέρω κάπ. ή κ. σε άλλο χώρο:
- ηύραν πολλές βιτουαλίες και εμπάσαν τες εις την Κερυνίαν (Βουστρ. 9410)·
- β) (προκ. για μήνυμα) μεταβιβάζω, διαβιβάζω:
- την απιλογιά (ενν. του βιζίρη) ο Παναγιώτης μπάζει στου γενεράλε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5399).
- α) Μεταφέρω κάπ. ή κ. σε άλλο χώρο:
- 7) Προσορμίζω, αγκυροβολώ:
- στην Πόλη μέσα τα ’μπασε (ενν. τα κάτεργα) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4037).
- 8) Φορώ σε κάπ. κ.:
- μια καδένα χρουσωτή εις το λαιμό του μπάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3438).
- 9) Ανεβάζω κάπ. σε υψηλό σημείο:
- εντύσαν τον … και εμπάσαν τον ψηλά (Μαχ. 1227)·
- (μεταφ.):
- ο θυμός του αφέντη … άλλους εμπάζει και άλλους κατεβάζει (Μαχ. 24429).
- 10) Περνώ κ. μέσα από κ. άλλο:
- απού μίαν τρύπαν … εμπάσαν τους (Μαχ. 6363).
- 11) Ορίζω, αναθέτω:
- Ο Κύριος με έμπασε να κληρονομέσω την γην (Χριστ. διδασκ. 66).
- 12) Συμφιλιώνω:
- εμπάσαν τους κατά τον πρώτον σασμόν (Μαχ. 11436).
- 13) Εμπλέκω κάπ. σε μια υπόθεση:
- εις όρωτος υπόθεσιν εμπάζει (Λίβ. Esc. 2077).
- 14) Αποφέρω:
- να παίρνει … τα όσα εμπάζουνε οι αλ’κές (Χρον. σουλτ. 10718).
- Φρ.
- 1) Εμβάζω κάπ. εις ακηδίαν = προκαλώ σε κάπ. ανία, κούραση:
- (Σπαν. Va 574).
- 2) Μπάζω κάπ. εις τα βάσανα, εις τσιγαρισμόν = ταλαιπωρώ, βασανίζω:
- (Ευγέν. 1284), (Λίβ. Sc. 742).
- 3) Μπάζω κάπ. στα δίχτυα μου = γοητεύω, σαγηνεύω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1110]).
- 4) Μπάζω κάπ. στο θρόνο = αναγορεύω κάπ. βασιλιά:
- (Ζήν. Γ´ 12).
- 5) Εμπάζω λόγους = πλάθω ιστορίες:
- (Λίβ. (Lamb.) N 497).
- 6) Μπάζω κάπ. ομπρός μου = δέχομαι κάπ. σε ακρόαση:
- (Μαχ. 64632).
- 7) Εμπάζω κάπ. εις (οφ)φίτσιον = τοποθετώ, διορίζω κάπ. σε κάπ. αξίωμα:
- (Σαχλ., Αφήγ. 299).
[<αρχ. εμβιβάζω (>εμβάζω >εμπάζω). Οι τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1)