Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιο
10 εγγραφές [1 - 10]
ελαιοδόχος, επίθ.
  • (Προκ. για δοχείο) που δέχεται, περιέχει λάδι:
    • ελαιοδόχα αγγεία (Δούκ. 692).

[μτγν. επίθ. ελαιοδόχος]

ελαιοκαρπός ο.
  • Καρπός ελιάς:
    • κάθα Οκτώβρη, όταν είναι ελαιοκαρποί σωστοί (Βαρούχ. 6379).

[<ουσ. ελαία + καρπός. Τ. ελαιό‑ σήμ. λόγ. (Δημ.)]

ελαιόκλαδος ο.
  • Κλάδος ελιάς:
    • αρπάζοντας τον ελαιόκλαδον τον διαμοιράζουνται (Καλούδ., Προσκυν. ρις´).

[<ουσ. ελαία + κλάδος. Η λ. τον 6. αι. (Lampe)· βλ. και LBG]

ελαιόλαδον το.
  • Λάδι ελιάς:
    • (Αγαπ., Γεωπον. 242).

[<ουσ. ελαία + λάδι. Η λ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ. (ο)]

έλαιον το· έλαιος το.
  • Λάδι:
    • (Προδρ. ΙV 373
    • (σε μεταφ.):
      • Έλαιον αγαλλιάσεως άλειψον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 724).

[αρχ. ουσ. έλαιον. Η λ. και σήμ. λόγ. (ο)]

ελαιοτριβείο το· αλαιτριβιδειό.
  • Ελαιοπιεστήριο:
    • ομπλεγάρει … το αλαιτριβιδειό οπού έκαμεν (Βαρούχ. 10422 (κώδ. αλετριβιδίο).)>

[<ουσ. ελαία + τριβείο(ν). Ο τ. με επίδρ. του ουσ. τριβίδι (Andr., λ. ιν)· απ. και σήμ. στην Κρήτη (Ξανθιν.). Η λ. τον 4. αι. (ον, Lampe) και σήμ.]

ελαιοφόριν το.
  • Δοχείο λαδιού, «λαδερό»·
    • (εδώ παιγνιωδώς):
      • περιβόλιν να έχει απέσω ελαίας και ελαιοφόριν (Σπανός Α 447).

[<ουσ. ελαιοφόρον (ενν. αγγείον· απ. σε Γλωσσάρ., Steph., λ. ος) + κατάλ. ιον. Τ. ελιο‑, κ.ά., σήμ. κυπρ. με διαφορ. σημασ. (Χατζ., Λεξ., λ. λιο‑). Η λ. (ιον) το 13.-14. αι. (LBG)]

ελαιοφόρος, επίθ.
  • (Προκ. για πτηνό) που έχει κηλίδες στο ράμφος του· είδος γερακιού:
    • ο καλούμενος (ενν. ιέραξ) υπό των πολλών ελαιοφόρος (Ιερακοσ. 3453).

[αρχ. επίθ. ελαιοφόρος]

ελαιόφυλλον το.
  • Φύλλο ελιάς:
    • ελαιόφυλλα και κλαδόφυλλα (Σπανός D 1692).

[μτγν. ουσ. ελαιόφυλλον]

ελαιόφυτον το· λιόφυτο.
  • Ελαιώνας:
    • Τα λιόφυτα εκόφτανε κι εκαίγασι τα δάση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23319).

[μτγν. ουσ. ελαιόφυτον. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες