Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 274 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκ, πρόθ.· ακ· αξ· αχ· εξ· εχ· ’κ· ’ξ· ξε· οκ· οξ· όξε· οχ· ’χ.
-
- 1)
- α) Απομάκρυνση:
- το κρασί τον άνθρωπο βγάνει οκ τα λογικά του (Ζήν. Ε´ 145)·
- β) αφαίρεση:
- Τούτα Θεός … οξ ένα τόπον παίρνει τα (Αλεξ. 1980).
- α) Απομάκρυνση:
- 2) Απόσταση:
- εκ διαστήματος πολλού απέχοντες (Διγ. Gr. 1915).
- 3) Απαλλαγή:
- (Ερωφ. Α´ 90).
- 4) Έλλειψη:
- λείπουνται εκ τη δική μας χώρα (Ερωφ. Πρόλ. 60).
- 5) Παράβαση:
- οκ την εντολήν εβγήκε (Δεφ., Λόγ. 581).
- 6) Εξαίρεση (με προηγ. τη λ. άλλος) εκτός από:
- άλλον δεν έχει φως αχ το δικόσ σου (Κυπρ. ερωτ. 10028)·
- (με προηγ. το επίρρ. έξω):
- μην το ξέρει άλλος κανείς όξω οκ την συντροφιά σας (Ευγέν. 388).
- 7) Διάκριση, ξεχώρισμα:
- δεν γνωρίζεται ο μικρός ποσώς οκ τον μεγάλον (Πένθ. θαν. 110).
- 8) Διαιρεμένο όλο:
- Παίρνω καμπόσους εξ εμάς (Αλεξ. 1997).
- 9) Β´ όρος σε σύγκριση:
- δαγκάνει πλιο ’χ την όχεντρα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1144]).
- 10) Αφετηρία (τοπ. ή χρον.):
- Ν’ αρχίσομεν οχ τα Χανιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2369)·
- λάβῃς δε και την προίκα σου εκ ταύτης της ημέρας (Διγ. Z 2077)·
- έκφρ. ημέραν εξ ημέρας = από μέρα σε μέρα:
- (Αμ. παράκλ. 4).
- 11) Προέλευση:
- φέρετε την βέστα οκ το παλάτι (Ευγέν. 955).
- 12) Καταγωγή:
- (Αλεξ. 1412).
- 13) Ύλη:
- (Σκλάβ. 5).
- 14) Εξάρτηση:
- σύρνει εκ τον τράχηλον (Διγ. Z 170).
- 15) Ποιητικό αίτιο:
- να μην πιαστεί εκ τους άρχοντες (Χρον. Μορ. P 5415).
- 16) Αιτία:
- είδα τον εκ τη μάνητα τα γένια του να βγάνει (Ερωφ. Ε´ 134).
- 17) Προστασία:
- εφύλαγε οχ τα κύματα το γύρο το παιδάκι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [702]).
- 18) Διακοπή:
- να παύσει εκ τον πόλεμον (Ιστ. Βλαχ. 132).
- 19)
- α) Τρόπος:
- (Διγ. Z 3546)·
- (με προηγ. επίρρ.):
- Επαίρνω την γυναίκαν μου κρυφά εκ τον πενθερόν μου (Ιμπ. 789)·
- β) εκφρ.
- (1) εξ αντιστρόφου, βλ. αντίστροφος·
- (2) εξ αποτόμου, βλ. απότομος 2 έκφρ.·
- (3) εκ παρ’ ελπίδος = ανέλπιστα:
- (Ερμον. Ξ μετά 126h).
- α) Τρόπος:
- 20) Διαμέσου:
- επέρασεν ’κ τη μέση (Διγ. O 1187).
- 21) (Με λ. που δηλώνει μέρος σώματος):
- εκ τα δύο μάγουλα εγλυκοφίλησέ τον (Κορων., Μπούας 78).
[αρχ. πρόθ. εκ. Ο τ. ακ και σήμ. κυπρ. Οι τ. αχ, εχ, οκ, οχ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. εξ και η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)
- εκαλώ,
- βλ. εγκαλώ.
- εκατόμπολη, θηλ. επίθ., (Τζάνε, Φιλον. 58512)· ’κατόμπολη, (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56414).
-
[αρχ. επίθ. εκατόμπολις]
- εκατό, αριθμητ.· έκατο· έκατον· εκατόν· ’κατό· ’κατόν.
-
- 1) Εκατό:
- (Κυπρ. ερωτ. 12612).
- 2) Έκφρ. τα (ε)κατόν = η αναλογία ποσού στις εκατό μονάδες:
- μερτικόν … εξήντα τα ’κατόν (Μαχ. 33612).
- 3) (Προκ. για υπερβολή):
- το λαγούτο σκόρπισεν εις εκατό κομμάτια (Ερωτόκρ. Α´ 527).
- 4) Έκφρ. τα ’κατό λόγια = τα εκατόλογα, τα τραγούδια της αγάπης:
- (Εκατόλ. Μ 6818).
[αρχ. αριθμητ. εκατόν. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εκατό:
- εκατοντάδα η,
- βλ. εκατοντάς.
- εκατονταπλασίως, επίρρ.
-
- Εκατό φορές περισσότερο:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 315).
[μτγν. επίρρ. εκατονταπλασίως]
- Εκατό φορές περισσότερο:
- εκατονταπυλούσα, επίθ. θηλ.
-
- Που έχει εκατό πύλες:
- τας Θήβας … τας εκατονταπυλούσας (Ερμον. Α 35).
[<μτγν. επίθ. εκατοντάπυλος (Steph.· βλ. και L‑S) + κατάλ. ‑ούσα]
- Που έχει εκατό πύλες:
- εκατοντάρης ο· ’κατοντάρης· πληθ. εκατοντάροι.
-
- 1) Που είναι εκατό χρονών:
- Με γέροντα να με ’λλαζες, να ’τονε ’κατοντάρης (Αλφ. 1147).
- 2) (Ως ουσ., προκ. για αξίωμα) εκατόνταρχος, αυτός που έχει εξουσία (δικαστική) πάνω σε εκατό άντρες:
- (Πεντ. Έξ. XVIII 21).
[<αριθμητ. εκατό + κατάλ. ‑άρης]
- 1) Που είναι εκατό χρονών:
- εκατοντάριν το.
-
- Kαντάρι, ως μονάδα βάρους λαδιού (βλ. Schilbach 1970: 136-7· πβ. αυτ. 202-3):
- το λάδιν μου οπού αξίαζεν τότες πέρπυρα ρ´ το εκατοντάριν (Ασσίζ. 16128).
[<συμφ. του ουσ. εκατοντάς και του παλαιότ. γαλλ. quintar (Assises 797, <αραβ. qin ṭār) - ιταλ. cantaro]
- Kαντάρι, ως μονάδα βάρους λαδιού (βλ. Schilbach 1970: 136-7· πβ. αυτ. 202-3):
- εκατόνταρχος ο· ’κατόνταρχος· ’κατόταρχος.
-
- 1) Στρατιωτικό αξίωμα:
- Λογγίνος ο εκατόνταρχος (Ιατροσ. 2519).
- 2) Κατηγορία μάντεων:
- Περί επαοιδών και εκατοντάρχου (Βακτ. αρχιερ. 153).
[αρχ. ουσ. εκατόνταρχος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Στρατιωτικό αξίωμα:



