Επιτομή Λεξικού Κριαρά
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δύο, αριθμητ.· δυο· οιδυό· γεν. δυονώνε· δύων· δυών· οιδυών.
-
- 1) Δύο:
- (Προδρ. I 56)·
- πλήθος ανδρών απέθανον απέ των δύων τα μέρη (Διήγ. Βελ. χ 219)·
- Τα ψόματα και των οιδυό γνωρίζω (Ερωτόκρ. Δ´ 567 (έκδ. ιδυό).)>
- 2) Εκφρ. ένα δύο, δυο τρεις = (πολύ) λίγοι:
- τον εβάρεσαν ένα δύο μαχαιρές (Συναδ. φ. 19ν· Ιμπ. (Legr.) 272).
[αρχ. αριθμητ. δύο. Η λ. και ο τ. δυο και σήμ.]
- 1) Δύο:
- δύοδις, επίρρ.· δυόδις.
-
- Δύο φορές δύο, τέσσερα:
- χιλιάδες δε γιανίτσαρους δυόδις (Αχέλ. 192).
[<αριθμητ. δύο + αριθμητ. επίρρ. δις]
- Δύο φορές δύο, τέσσερα:
- δυόδοντος, επίθ.
-
- (Προκ. για το λαγό) που έχει δύο δόντια:
- (Διήγ. παιδ. 326).
[<αριθμητ. δύο + ουσ. δόντι(ν)]
- (Προκ. για το λαγό) που έχει δύο δόντια:
- δυόμισι, αριθμητ.
-
- Δυόμισι:
- δυόμισι χρονώ (Φορτουν. Α´ 15).
[<αριθμητ. δύο + επίθ. ήμισυ. Η λ. σε επιγρ. (‑υ, L‑S) και σήμ.]
- Δυόμισι:
- δυοσμόσπορος ο.
-
- Σπόρος δυόσμου:
- (Ιατροσόφ. 9510).
[<ουσ. δύοσμος (<ηδύοσμος) ή δύοσμον (LBG) + σπόρος]
- Σπόρος δυόσμου: