Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόκανον το.
-
- Δοκός:
- τα τε περί την θάλασσαν τείχη της πόλεως διά δοκάνων ύψωσε (Παράφρ. Χων. 750 (παράθ. από Du Cange, στη λ.)).
[μτγν. ουσ. δόκανα τα (L‑S)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Δοκός: