Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόγμα το.
-
- 1) Αντίληψη, δόγμα θρησκευτικό:
- δόγμα περί φθαρτού και αφθάρτου (Hagia Sophia ω 53821).
- 2) Ζήτημα θρησκευτικό:
- οι Τούρκοι … εσήκωσαν δόγμα μεγάλο (Συναδ. φ. 19ν).
[αρχ. ουσ. δόγμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αντίληψη, δόγμα θρησκευτικό:
- δογματίζω.
-
- Διατυπώνω ως δόγμα:
- πάντα κοινά εδογμάτισεν (Δούκ. 14931).
[μτγν. δογματίζω. Η λ. και σήμ.]
- Διατυπώνω ως δόγμα: