Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωροποιῶ
1 εγγραφή
δωροποιώ.
  • Δίνω, προσφέρω δώρο:
    • (Ψευδο-Σφρ. 4481).

[<ουσ. δώρον + ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες