Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωδεκάρι (I) το· δωδεκάριν.
-
- 1) Δωδεκάδα:
- Τρία δαμάλια πρόσφερε, τρυγόνες δωδεκάρι (Χούμνου, Κοσμογ. 971).
- 2) Ονομασία του σολδίου, επειδή διαιρείται σε 12 δηνάρια (πβ. Λιάτα 1996: 141):
- Απέ το σταφύλι … να πάρουν δικαίωμαν β´ δωδεκάρια εις το καμηλογόμαρον (Ασσίζ. 49527).
[<αριθμητ. δώδεκα + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δωδεκάδα:
- δωδεκάρι (II), επίθ.,
- βλ. δωδεκάρης.



