Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρόσος
2 εγγραφές [1 - 2]
δρόσος (I) ο· δροσός.
  • 1) Δροσιά:
    • του ζέφυρου ο δρόσος (Θησ. Ε´ [993]).
  • 2) Αυτό που προκαλεί δροσιά, το δρόσισμα:
    • γέμει (ενν. το κρασί) την γλυκύτητα, τον δρόσον του λαιμού μου (Κρασοπ. AO 52).

[αρχ. ουσ. δρόσος η με αλλαγή γένους. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Andr.)]

δρόσος (II) το.
  • 1)
    • α) Δροσιά:
      • το δρόσος τ’ ουρανού (Απόκοπ. 112
    • β) δροσιά, βροχή:
      • με το δρόσος (ενν. θεά μου) εις την γην τόσα καλά μας φέρνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ 322).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυση:
      • Πρόβαλε, κορασίδα μου, … να δώσεις … δρόσος στην καρδιά μου (Κατζ. Β´ 158
    • β) ανακούφιση:
      • Εκεί ’βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού της (Ερωτόκρ. Β´ 563
    • γ) (προκ. για την Παναγία):
      • (Δεφ., Λόγ. 755).
  • 3) Προκ. για το σάλιο:
    • τα δρόση του στομάτου του (Βεντράμ., Γυν. 132).
  • 4) Αγιασμός, αγιασμένο νερό:
    • να εβγάλουν τον φανερωμένον σταυρόν … και να ποίσουν δρόσος να τον βουτήσουν (Μαχ. 729).

[αρχ. ουσ. δρόσος η με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες