Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρόμος
1 εγγραφή
δρόμος ο.
  • 1) Πορεία:
    • να κάμει τσ’ ουρανούς … ν’ αλλάξου δρόμον (Πιστ. βοσκ. III 3, 193).
  • 2) Ταχύτητα, γρηγοράδα:
    • κατανοούντες την ισχύν και τον άπειρον δρόμον (Διγ. Gr. 3391).
  • 3) Ερχομός, επέλαση:
    • Ήκουσεν ουν ο αμιράς του καίσαρος τον δρόμον (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 305).
  • 4) Αγώνας δρόμου:
    • εποίησε ιπποδρόμιον και δρόμους και αγώνας (Αχιλλ. N 113).
  • 5) Δρόμος:
    • να περάσομεν δρόμους και μονοπάτια (Διγ. Z 1885
    • (προκ. για τη ζωή):
      • εμιάνθη ο δρόμος μας υπό της αμαρτίας (Διγ. Α 2764
    • (μεταφ.):
      • εις του Θεού τον δρόμον (Ιστ. Βλαχ. 1426).
  • 6)
    • α) Πέρασμα, διάβαση:
      • τους δρόμους εκρατούσαν (Χρον. Τόκκων 1334
    • β) φρ. δίδωμι δρόμον = παρέχω πέρασμα:
      • (Έκθ. χρον. 603).
  • 7) Το διανυόμενο διάστημα υπολογιζόμενο ως μονάδα μήκους:
    • άπελθε επτά μιλίων δρόμου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1905).
  • 8) Τόπος, μέρος:
    • να διάβω σ’ άλλον δρόμον (Χούμνου, Κοσμογ. 858 κριτ. υπ).
  • 9) Τρόπος:
    • αν ήτον δρόμος, ομμάτια μου, να ’στέκετον ομπρός μου (Αχιλλ. O 722).
  • Εκφρ.
  • 1) Δρόμος του Κυρίου = η διδασκαλία του Χριστού:
    • (Διγ. Α 1570).
  • 2) Με δρόμον = στη σειρά:
    • (Αιτωλ., Βοηβ. 71).
    • Φρ.
    • 1) Άπτομαι μετά σπουδής του δρόμου = φεύγω βιαστικά:
      • (Διγ. Gr. 645).
    • 2) Βάνομαι εις τον δρόμον = αρχίζω να βαδίζω γρήγορα, φεύγω βιαστικά:
      • (Χρον. Μορ. H 3737).
    • 3) Έχω δρόμον = (προκ. για ψάρι) κολυμπώ, πλέω:
      • (Πουλολ. 345).
    • 4) Κάμνω δρόμον = (προκ. για πλοίο) κινούμαι:
      • (Διήγ. πανωφ. 59).
    • 5) Κινώ τον δρόμον = ξεκινώ:
      • (Θησ. Β´ [413]).
    • 6) Μπαίνει σε δρόμο κ. = θεωρείται κ. σωστό, «υπολογίζεται»:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 786).
    • 7) Παίρνω τον δρόμον κάπ. = ακολουθώ, κυνηγώ κάπ.:
      • (Αχέλ. 1577).
    • 8) Περπατώ δρόμον = βαδίζω:
      • (Λίβ. P 480).
    • 9) Πέφτω εις δρόμον = δέχομαι το σωστό, συμφωνώ:
      • (Χρον. Μορ. H 3023).
    • 10) Πιάνω τον δρόμον = φεύγω γρήγορα, αναχωρώ:
      • (Αχέλ. 1752).
    • 11) Ταχύνω τον δρόμον = βαδίζω βιαστικά:
      • (Λίβ. N 3599).
    • 12) Υπάγω σε δρόμον = αποδεικνύομαι αληθινός, πραγματοποιούμαι:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 914).

[αρχ. ουσ. δρόμος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες