Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δροσισμός
1 εγγραφή
δροσισμός ο.
  • 1) Δροσιά:
    • βάνεις το νερόν εις δροσισμόν μου (Καλλίμ. 1834).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) ανακούφιση:
      • δροσισμόν απόρρητον εκ των μωλώπων είχεν (αυτ. 776
    • β) ευχαρίστηση:
      • γλυκασμόν και δροσισμόν εκ φιλημάτων είχεν (αυτ. 777).

[<αόρ. του δροσίζω + κατάλ. μός. Η λ. τον 4.(;) αι. (L‑S), στο LBG και το Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες