Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δροσιά η· δροσά· δροσία.
-
- 1)
- α) Δροσιά:
- η ανατολή με τες δροσές τους κάμπους να ποτίσει (Ζήν. Ε´ 206)·
- β) δροσιά, ομορφιά:
- όλο δροσιές γεμώνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [812]).
- α) Δροσιά:
- 2) (Μεταφ.) ευχαρίστηση, χαρά:
- Τη μοναξά έχω συντροφιά, τα κλάηματα δροσά μου (Πανώρ. Γ´ 557)·
- (προκ. για πρόσ. αγαπημένο):
- Έλα, δροσιά μου, να σε δω (Ερωτοπ. 710).
- 3) (Προκ. για την Παναγία)
- α) χάρη, συμπαράσταση:
- να ζητούμεν … την βοήθειαν και την δροσίαν της (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397)·
- β) ανακούφιση, παρηγορία:
- εδόθηκεν (ενν. η Παναγία) δροσία του κόσμου (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405).
- α) χάρη, συμπαράσταση:
- 4) Ευχάριστο φαγώσιμο:
- πάσα δροσιάν ερρίπτασιν εις των πτωχών το στόμα (Γεωργηλ., Θαν. 613).
- 5) (Με αρνητικές προτάσεις) καθόλου, τίποτε:
- τα δάκρυα δε φελούσι, δροσιά δεν ’ξίζου (Ερωφ. Β´ 454).
[μτγν. ουσ. δροσία. Ο τ. ‑σά και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)