Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δροσερός, επίθ.
-
- 1) Γεμάτος δροσιά, δροσερός:
- δροσερά λιβάδια (Ερωτόκρ. Β´ 637).
- 2) Τρυφερός, ωραίος:
- νια και δροσερή (αυτ. Α´ 1317).
- 3) Καταπραϋντικός:
- βοτάνι δροσερό (αυτ. Α´ 285).
[αρχ. επίθ. δροσερός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γεμάτος δροσιά, δροσερός: