Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραπετεύω
1 εγγραφή
δραπετεύω.
  • Αποφεύγω:
    • το μελίσσιν … το δραπετεύει (ενν. η αρκούδα) (Φυσιολ. (Legr.) 382).

[αρχ. δραπετεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες