Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραγάτης
1 εγγραφή
δραγάτης ο.
  • Φύλακας κήπου ή αμπελιών:
    • Είδεν αυτόν τον μισθαργόν, του κήπου του δραγάτην (Καλλίμ. 2430
    • (μεταφ.):
      • της καλλονής δραγάτης (αυτ. 926).

[αβέβ. ετυμ. Πβ. όμως μτγν. ουσ. αρχιδραγάτης (L‑S Suppl.). Η λ. τον 6. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες