Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοῦλος
2 εγγραφές [1 - 2]
δούλος ο· βούλος.
  • 1)
    • α) Υπηρέτης, δούλος:
      • βασιλιούς, σκλάβους, φτωχούς και δούλους (Πανώρ. Ε´ 59
    • β) εκφρ. δούλος του Θεού, του Κυρίου = προκ. για ευσεβή χριστιανό:
      • (Διγ. Esc. 60
      • Μηδέν θελήσεις …, Κύριε, ο εχθρός σου να πολεμεί τους δούλους σου (Διακρούσ. 10816).
  • 2) Ως φιλοφρόνηση προς επίσημα πρόσωπα:
    • Της πανιερότητός σου δούλος (Βλαστού, Επιστ. 177).
  • 3) (Μεταφ.) κυριευμένος από μια κατάσταση, ένα πάθος:
    • δούλος της αγάπης (Φλώρ. 1512).
  • 4) Υποτελής, υπήκοος:
    • καλοί πιστοί σας δούλοι (Κορων., Μπούας 117).

[αρχ. ουσ. δούλος. Η λ. και σήμ.]

δουλοσύνη η.
  • 1) Υποδούλωση:
    • νίκας εποίησα πολλάς, μεγάλας δουλοσύνας (Ριμ. Βελ. ρ 645
    • (μεταφ.):
      • συνεδουλογράφησεν καμέ μετά των άλλων εις δουλοσύνην φοβεράν όλην μου την καρδίαν (Καλλίμ. 741).
  • 2) Υποταγή· υπακοή:
    • να δείξομεν σ’ αυτούς τιμήν και δουλοσύνην (Πένθ. θαν. 118).
  • 3) Ταπεινότητα, ταπεινοφροσύνη:
    • μετά φόβου και στοργής και μετά δουλοσύνης (Πουλολ. 575).
  • 4) Υπηρεσία:
    • εις την δουλοσύνην αυτού προσεδέξατό με (Ψευδο-Σφρ. 52224).

[αρχ. ουσ. δουλοσύνη. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες