Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δούκαινα
1 εγγραφή
δούκαινα η.
  • 1) Η γυναίκα του δούκα·
    • μεγάλη δούκαινα = η γυναίκα του μεγάλου δούκα:
      • (Πανάρ. 6422).
  • 2) Αρχόντισσα:
    • οπίσω απ’ αύτες ήτονε η δούκαινα των όλων (Θησ. (Foll.) I 78).

[<ουσ. δούκας + κατάλ. αινα. Η λ. στο LBG.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες