Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουξ
1 εγγραφή
δουξ ο· δούκας· πληθ. δούκηδες· δούκοι· δουξοί.
  • 1)
    • α) Στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας:
      • δούκας ήτον των Αθηνών (Χρον. Μορ. H 8051
      • δουκάδες και κοντάδες (Χρον. Μορ. H 2143
    • β) δούκας Βενετίας = ο δόγης:
      • (Χρον. Μορ. H 335, 993).
  • 2) Μέγας δουξ ή δούκας = ο επικεφαλής του στόλου, αρχιναύαρχος:
    • ήλθεν ο μέγας δουξ … μετά έν κάτεργον και βάλκας ια´ (Πανάρ. 7028).

[<λατ. dux. Ο τ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες