Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλεία
1 εγγραφή
δουλεία η· δουλειά.
  • 1) Εργασία, ασχολία, υπόθεση:
    • (Ερωτόκρ. Γ´ 1752).
  • 2) Έργο:
    • μεγάλα κατορθώματα, στρατιωτικές δουλείες (Χρον. Μορ. H 5648).
  • 3) Στρατιωτική επιχείρηση:
    • τέλος έλαβον αι των εχθρών δουλείαι (Καλλίμ. 2135).
  • 4) Στρατιωτική υπηρεσία:
    • δουλείαν κι ομάτζι και λιζίαν (Χρον. Μορ. H 7467).
  • 5) (Νομ.) εμπράγματο δικαίωμα κάπ. σε ξένο ακίνητο που εφάπτεται με το δικό του:
    • Περί δουλειών, ότι να μην κτίσω έμπροσθέν σου ή εις το πλάγι σου (Βακτ. αρχιερ. 148).
  • 6) Έκφρ. δουλειά αρμάτων, βλ. άρμα (ΙΙΙ) 1 εκφρ. (1).

[αρχ. ουσ. δουλεία. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες