Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δουκάτο(ν) το· δουκάδο.
-
- 1) Χώρα ή περιοχή που εξουσιάζει ο δούκας:
- δουκάδο της Αθήνας και της Θήβας (Χρον. σουλτ. 10724).
- 2) Είδος νομίσματος:
- δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά (Μαχ. 67829)·
- πενήντα δουκατών κορέντε (= στην τρέχουσα τιμή, της αγοράς) (Βαρούχ. 71639).
[<μεσν. λατ. ducatus. Η λ. τον 6. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- 1) Χώρα ή περιοχή που εξουσιάζει ο δούκας: