Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δομέστικος
1 εγγραφή
δομέστικος ο· δεμέστιγος· δεμέστικος· δομέστιχος.
  • 1)
    • α) Αρχηγός, διοικητής:
      • (Δούκ. 438
    • β) έκφρ. μέγας δομέστικος = αρχιστράτηγος, αρχηγός όλων των δυνάμεων ξηράς και θάλασσας:
      • (Δούκ. 25918).
  • 2) (Εκκλ.) αξίωμα που δινόταν σε ψάλτες και σ’ άλλα κατώτατα όργανα της εκκλησίας:
    • (Προδρ. ΙV 65).
  • 3) Υπηρέτης:
    • (Διγ. Z 4049).

[<λατ. domesticus. Η λ. τον 4. αι. (Lampe· βλ. και LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες