Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δογματίζω
1 εγγραφή
δογματίζω.
  • Διατυπώνω ως δόγμα:
    • πάντα κοινά εδογμάτισεν (Δούκ. 14931).

[μτγν. δογματίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες