Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικτυωτός, επίθ.
-
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:
- σκούφιαν άλλως δικτυωτήν (Γεωργηλ., Θαν. 113).
[μτγν. επίθ. δικτυωτός. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:



