Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικαιοφύλακας ο.
-
- (Εκκλ.) αξιωματούχος, κατά κανόνα λαϊκός, επιφορτισμένος με την επικύρωση και τη φύλαξη των εγγράφων της μητροπόλεως:
- (Συναδ. φ. 74ν).
[<ουσ. δίκαιον + φύλακας. Η λ. (‑φύλαξ) τον 11. αι. (LBG)]
- (Εκκλ.) αξιωματούχος, κατά κανόνα λαϊκός, επιφορτισμένος με την επικύρωση και τη φύλαξη των εγγράφων της μητροπόλεως: