Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιολόγημα
1 εγγραφή
δικαιολόγημα το.
  • Αυτό που λέγει κανείς για να δικαιολογηθεί ή να δικαιολογήσει κ.:
    • ουκ ωφελεί ουδετίποτε το δικαιολόγημά του (Κομν., Διδασκ. Δ 338).

[<δικαιολογώ + κατάλ. μα. Η λ. τον 9. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες