Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διηγούμαι
1 εγγραφή
διηγούμαι· δηγούμαι· εδηγούμαι· ενεργ. διηγώ· μτχ. διηγώντας.
  • 1) (Μέσ. και ενεργ.) αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω:
    • (Διγ. Άνδρ. 3173
    • ταύτα πάντα σού τα θέλω διηγήσει (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΑ´ [386]).
  • 2) Αναφέρω:
    • Αυτού δηγείται το δίκαιον περί … (Ασσίζ. 32929).
  • 3) Μιλώ:
    • εδιαμερίσθη ο κόσμος να διηγούνται εις τόσες γλώσσες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 104ν).
  • 4) Λέγω:
    • μηδέν διηγάσαι λόγους εύκαιρους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 230r).
  • 5) Συνομιλώ, συνδιαλέγομαι:
    • ο Μωυσής εδιηγούτον με τον Θεόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 178ν).

[αρχ. διηγέομαι. Για το ενεργ. πβ. μτγν. μέλλ. διηγήσω (DGE, λ. έομαι). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες