Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διγνωμία η· διγνωμιά.
-
- Δόλος, πονηριά:
- είχεν στο νου του διγνωμιά κι επιβουλή μεγάλη (Διγ. O 320).
[<διγνωμώ + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Somav. Η λ. στο LBG και σήμ.]
- Δόλος, πονηριά: