Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασίδι το.
-
- Ιστός:
- διασίδι της αράχνης (Αγαπ., Γεωπον. 196).
[<ουσ. *διάση (<αρχ. διάζομαι, Somav., Κριαρ.) + κατάλ. ‑ίδι. Η λ. στο Du Cange (‑ήδη) και σήμ. ιδιωμ.]
- Ιστός: