Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαμηνύω.
-
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα:
- διεμηνύθη ούν υπό του αυθεντός ίνα έλθῃ (Έκθ. χρον. 8113).
- II. (Μέσ.) στέλνω μήνυμα σε κάπ., παραγγέλλω:
- διεμηνύσατο ο ρήγας …, όπως στείλει αρμάδαν (αυτ. 8417).
[μτγν. διαμηνύω. Τ. ‑μηνώ σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα: