Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλυτής ο.
-
- (Προκ. για όνειρο) ερμηνευτής, εξηγητής:
- (Πεντ. Γέν. ΧLI 8).
[<διαλύω + κατάλ. ‑τής. Πβ. λ. ‑στής στο Somav.]
- (Προκ. για όνειρο) ερμηνευτής, εξηγητής:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<διαλύω + κατάλ. ‑τής. Πβ. λ. ‑στής στο Somav.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |