Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαγουμίζω.
-
- Λεηλατώ, κουρσεύω:
- ό,τι ηύραν πράγματα εκεί εδιαγούμισάν τα (Χρον. Τόκκων 1306).
[<ουσ. διαγουμάς + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Λεηλατώ, κουρσεύω: