Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διέπω
1 εγγραφή
διέπω.
  • (Μέσ.) βρίσκομαι:
    • Η χώρα της Εγρίπου διέπεται εις την άκραν του νησίου (Μηλ., Οδοιπ. 640).

[αρχ. διέπω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες