Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσποτικός, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στο δεσπότη:
- δεσποτικά αξιώματα (Ιστ. Ηπείρ. XXXII4).
- 2) Που ανήκει ή αναφέρεται στο Χριστό:
- εις τας δεσποτικάς εορτάς (Ιστ. πατρ. 11620· Δούκ. 32314).
- Το ουδ. πληθ. ως ουσ. = αγγαρεία ή υπηρεσία που προσφέρεται στο «δεσπότη», τον άρχοντα:
- να έχουσιν τιμήν δεσποτικά μη κάμουν (Χρον. Μορ. H 3015).
- Το ουδ. ως τοπων.:
- (Λεηλ. Παροικ. 98, 159).
[αρχ. επίθ. δεσποτικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στο δεσπότη: