Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμασκί
1 εγγραφή
δαμασκί, επίθ. ουδ.· διμισκί.
  • (Προκ. για μαχαίρι) δαμασκηνό:
    • Εφτά μαχαίρια δαμασκιά, καινουργιοτροχισμένα (Εκατόλ. Μ 93126
    • φόνευσε με διμισκί μαχαίρι (Κορων., Μπούας 62).

[<βεν. damaschin. Ο τ. <τουρκ. dimişkî· απ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ίς). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες