Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαμί(ν), επίρρ.· δουμί(ν).
-
- Λίγο, λιγάκι:
- δος με ολίγον έντερον, δος με δαμίν μαστάριν (Προδρ. III 273-36 χφφ PK κριτ. υπ.· Διήγ. παιδ. 143).
[<ουσ. δαγμίον (9. αι., LBG, λ. ‑είον· πβ. Andr.) <μτγν. ουσ. δαγμός (L‑S, LBG). Η λ. (‑ί) και σήμ. κρητ. (Πάγκ. Ε´ 312)]
- Λίγο, λιγάκι:



