Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκροκος
1 εγγραφή
δίκροκος, επίθ.
  • (Προκ. για αβγό) που έχει δύο κρόκους:
    • (Συναξ. γαδ. 165).

[<δι‑ + ουσ. κρόκος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες