Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσις
1 εγγραφή
δέσις ‑ση η.
  • 1) Δεσμός, δέσμευση:
    • λεύτερη και λυτή από πάσα δέση (Ερωφ. Β´ 495).
  • 2) (Προκ. για την Αγία Τριάδα) ενότητα, σύνδεσμος:
    • (Δεφ., Λόγ. 64).

[αρχ. ουσ. δέσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες