Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύρος
1 εγγραφή
γύρος ο· γυρός.
  • 1) Κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος:
    • τον γύρον του δενδρού (Αιτωλ., Μύθ. 3515
    • έδραμεν τον γύρον τον του κάστρου (Καλλίμ. 900
    • έκφρ. ένα γύρον = τριγύρω:
      • (Θησ. (Foll.) I 97).
  • 2) (Προκ. για φόρεμα) ποδόγυρος:
    • μετά μαργαροζάφειρον οι τραχηλές και οι γύροι (Διήγ. Βελ. χ 243).
  • 3)
    • α) Κυκλική κίνηση, περιφορά:
      • κατέμπροσθεν του λαού έκανον πέντε έξι γύρους (Σουμμ., Ρεμπελ. 160
    • β) περιοδεία, γύρος:
      • Μίαν ημέρα … σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο (Διγ. O 2141).

[μτγν. ουσ. γύρος. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες