Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικωτός
1 εγγραφή
γυναικωτός, επίθ.
  • Θηλυπρεπής:
    • άρπαγος και γυναικωτός (Συναδ. φ. 89r).

[<ουσ. γυναίκα + κατάλ. ωτός. Η λ. το 15. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες