Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικειος
1 εγγραφή
γυναικείος, επίθ.· γυναίκειος.
  • 1) Που ανήκει, που προορίζεται για γυναίκα:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [111]).
  • 2) Που ταιριάζει σε γυναίκα:
    • (Θησ. ΙΒ´ [167]).
  • Το ουδ. εν. ως ουσ. = γυναικωνίτης:
    • (Hagia Sophia ω 51412 κριτ. υπ).
  • Το ουδ. πληθ. ως ουσ. =
    • 1) Έμμηνα:
      • (Σταφ., Ιατροσ. 5140).
    • 2) Γυναικείο φόρεμα:
      • εποίησεν τον φρόνιμον … να φορέσει γυναίκεια (Συναξ. γυν. 336).

[αρχ. επίθ. γυναικείος. Ο τ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες