Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γραφικός, επίθ.
-
- 1) Κατάλληλος, αρμόδιος για γράψιμο:
- εκρέμασα … τον γραφικόν μου κάλαμον (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22327‑8).
- 2) Που σχετίζεται με τα γράμματα, με τη μόρφωση:
- γραφικάς παιδεύσεις (Ερμον. 429).
[αρχ. επίθ. γραφικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατάλληλος, αρμόδιος για γράψιμο: