Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούφα
2 εγγραφές [1 - 2]
γούφα η.
– Βλ. και γούππος.
  • Λάκκος, όρυγμα· υπόγεια φυλακή:
    • επήραν την κακότυχην … και έβαλάν την εις την γούφαν (Μαχ. 21612).

[<ουσ. γούβα (10. αι., LBG· πβ. μτγν. επίθ. γουβικός, αυτ.), πιθ. <μτγν. ουσ. γύπη· πβ. μεσν. λατ. guba - cuba (Du Cange, Lat.) και Soph., λ. γουβάς. Κατά Χατζιδάκι και Kahane, GR II 112 <παλαιότ. ιταλ. gueffa. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γούβα)]

γουφάριν το,
βλ. γομφάριν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες