Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούρνα
1 εγγραφή
γούρνα η.
  • 1) Δοχείο (ξύλινο ή πέτρινο) για πότισμα ζώων:
    • εις τις γούρνες, εις τις ποτίστρες του νερού (Πεντ. Γέν. XXX 38).
  • 2) Έκφρ. γούρνα της βάπτισης = κολυμβήθρα·
    • (εδώ μεταφ. προκ. για την Παναγία):
      • (Ύμν. Παναγ. 9).
  • 3) Μέτρο χωρητικότητας:
    • εις την γωνίαν ευρίσκεται μία γούρνα μαρμαρένη και είναι άξαμος του μόδη της Λευκωσίας (Μαχ. 25434).

[<μτγν. ουσ. γρώνη ή <ουσ. γόρνη (5. αι., DGE· πβ. γόρνα, LBG) <λατ. urna (βλ. και Τσοπανάκης 1983: Ι 144, ΙΙ 144). Η λ. τον 5.-6. αι. (DGE), στο LBG και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες