Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γούππος ο.
-
– Βλ. και γούφα.
- Λάκκος, χαντάκι:
- τους γούππους εγέμωσεν (Μαχ. 11030)·
- (σε παροιμ.):
- Απού σγάφφει τον γούππον πέφτει μέσα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 118).
[<ουσ. γούππα (ΙΛ. λ. γούβα) + κατάλ. ‑ος. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Andr., λ. γύπη, ΙΛ, ό.π.)]
- Λάκκος, χαντάκι:



