Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρουνόπουλο
1 εγγραφή
γουρουνόπουλο το· ?γουρ’νόπουλο.
  • Γουρουνάκι:
    • (Λεξ. μακεδ. 39).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 27816).

[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. όπουλο. Η λ. στον Μeursius (λλον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες