Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουναράς
1 εγγραφή
γουναράς ο.
  • Γουναράς·
    • (στον πληθ.) ως όνομα συνοικίας των Σερρών:
      • εις τον Άγιον Γεώργιον τους Γουναράδες (Συναδ. φ. 21r).

[<ουσ. γούνα + κατάλ. αράς. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες