Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουλί
4 εγγραφές [1 - 4]
γουλιά η.
  • 1) Μπουκιά ή ρουφηξιά:
    • όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω (Ερωτόκρ. Δ´ 595
    • όντας δεις καλή γουλιά στο πιάτο (Στάθ. Α´ 121).
  • 2) Μικρό κομμάτι (γης):
    • μια γουλιά σπιτότοπος (Βαρούχ. 63315).

[<ουσ. γούλα (I) + κατάλ. ιά. Η λ. στο Du Cange (στη λ. και ία, λ. γούλα) και σήμ.]

γουλίδι το.
  • Μικρό κομμάτι (γης):
    • ένα γουλίδι χωράφι (Βαρούχ. 3012).

[<ουσ. γουλιά + κατάλ. ίδι. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]

γουλί(ν) το,
βλ. ουλί(ν).
γουλίν το.
  • α) Το τρυφερό κοτσάνι του λάχανου κ.τ.ο.:
    • ας τρώγεις νήστις το γουλίν της κράμβης (Σταφ., Ιατροσ. 7191
  • β) είδος λάχανου:
    • φρύγιον κράμβην και γουλίν (Προδρ. II 42).

[<ουσ. γωλίον (12. αι., LBG) <λατ. colis (Henrich 1998: 594). Η λ. στο Meursius και σήμ. (ί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες